ἀβασάνιστος — not tortured masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβασάνιστος — η, ο (Α ἀβασάνιστος, ον) [βασανίζω] 1. αυτός που δεν υποβλήθηκε σε έλεγχο, σε δοκιμασία, ανεξέλεγκτος, ανερεύνητος, αδοκίμαστος, ανεξέταστος 2. αυτός που δεν έχει υποστεί βάσανα (ταλαιπωρίες, στενοχώριες κ.λπ.), ο αταλαιπώρητος (στα αρχ. το επίρρ … Dictionary of Greek
ἀβασανίστως — ἀβασάνιστος not tortured adverbial ἀβασάνιστος not tortured masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβασάνιστον — ἀβασάνιστος not tortured masc/fem acc sg ἀβασάνιστος not tortured neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβασανίστοις — ἀβασάνιστος not tortured masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβασανίστου — ἀβασάνιστος not tortured masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβασανίστους — ἀβασάνιστος not tortured masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβασανίστων — ἀβασάνιστος not tortured masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβασανίστῳ — ἀβασάνιστος not tortured masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβασάνιστα — ἀβασάνιστος not tortured neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)